- μεγαλυνάριο(ν)
- και μεγαλυνάρι, το (Μ μεγαλυνάριον)συν. στον πληθ. τα μεγαλυνάριαέμμετρα προΰμνια τού ειρμού και τών τροπαρίων τής θ' ωδής τών κανόνων στις δεσποτικές και θεομητορικές, τα οποία αρχίζουν με το «μεγάλυνον, ψυχή μου».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεγαλυνάριον σχηματίστηκε από το θ. τού ρ. μεγαλύνω από ύμνους και ψαλμούς που άρχιζαν με την προστακτική τού ρ. μεγάλυνον (πρβλ. σχετικούς ύμνους «μεγάλυνον, ψυχή μου κ.λπ.») + υποκορ. κατάλ. -άριον, αναλογικά προς το τροπάριον (< τρόπος + υποκορ. κατάλ. -άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.